- χιτίνη
- η, Ν·(βιοχ.) δομικός υδατάνθρακας που απαντά στον εξωσκελετό τών αρθροπόδων, στον οποίο προσδίδει στερεότητα, ανθεκτικότητα και αδιαπερατότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitin < χιτών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιτίνη — η κερατοειδής ουσία, από την οποία αποτελείται το εξωτερικό περίβλημα των οστρακόδερμων, των εντόμων κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
χιτάνη — η, Ν (βιοχ.) χιτίνη που αποτελείται εξ ολοκλήρου από υπομονάδες ακετυλογλυκοζαμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitan < χιτίνη + κατάλ. άνη] … Dictionary of Greek
χιτινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών γλυκανοϋδρολασών, το οποίο αποικοδομεί την χιτίνη σε χιτοβιόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chitinase < χιτίνη + κατάλ. άση τής χημ. ορολογίας] … Dictionary of Greek
χιτινικός — ή, ό, Ν [χιτίνη] (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χιτίνη («χιτινική αλυσίδα») … Dictionary of Greek
χιτινώδης — ες, Ν [χιτίνη] (βιοχ.) αυτός που σύγκειται από χιτίνη … Dictionary of Greek
δερματόπτερα — (dermatoptera).Τάξη εντόμων της υφομοταξίας των πτερυγωτών. Το σώμα τους είναι πεπιεσμένο, λεπτό, σκούρο και σκληρό, εξαιτίας της επένδυσής του με χιτίνη. Το κεφάλι φέρει μεγάλα, σύνθετα μάτια και αρκετά μακριές κεραίες που αποτελούνται από 10… … Dictionary of Greek
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek